- αγριοπόταμος
- ο και -πόταμο και -ποτάμι, τοάγριο, ορμητικό ποτάμι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοπόταμος — ο ποτάμι με ορμητικό ρεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… … Dictionary of Greek